- λαπάτσα
- η1. ναυτ. το έμβολο, ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθετο τεμάχιο που χρησιμοποιείται για να στερεώσει ιστό, κεραία ή άλλο αντικείμενο2. (τεχν.) κοινή ονομασία τής αρμοκαλύπτρας, μεταλλικού ελάσματος που καλύπτει την ένωση άλλων ελασμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lapazio].
Dictionary of Greek. 2013.